- θεαρέστως
- θεάρεστοςpleasing to Godadverbialθεάρεστοςpleasing to Godmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεάρεστος — η, ο (AM θεάρεστος, ον) 1. (για πράξεις) αρεστός στον θεό, αγαθοεργός, ευσεβής («θεάρεστο έργο») 2. (για ανθρώπους) ευσεβής, άνθρωπος που τα έργα του ευχαριστούν τον θεό. επίρρ... θεαρέστως και θεάρεστα (Μ θεαρέστως και θεάρεστα) όπως αρέσει στον … Dictionary of Greek
богоизрѧдьно — (1*) нар. Угодно, приятно богу: аще же что ˫авитьсѩ вамъ тѩжько в заповѣдехъ. но [вм. по] исполнению же заповѣдии. тогда повѣдите ми. да и азъ поблюдусѩ и будеть. будеть богоизрѩдно. (ϑεαρέστως) ФСт XIV, 99в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)